συναναφαίνω

συναναφαίνω
ΜΑ [ἀναφαίνω, -ομαι]
1. φανερώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο
2. μέσ. συναναφαίνομαι
εμφανίζομαι μαζί με κάποιον άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”